|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοχοποιούμαι? — — Κινέζα — σπουδή — κληματίδα — βαθέως — εγγάστρι — ξυλάνθρακας — πινακίδιο — ιλυώδης — ψηλουκρυτάνα — λιποθυμώ — ραβίνος — πολυδουλεμένος — ταχυδακτυλουργός — ελάφρυνση — πατρωναλισμός — αράφι — γυμνισμός — νοματίζω — φανέρωμα — μηλόδενδρο — χαρτόλιθος |
|||