|
ο 1) карьерист; 2) авантюрист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карьерист? — αρριβίστας как на (ново)греческом будет слово авантюрист? — αρριβίστας как с (ново)греческого переводится слово αρριβίστας? — карьерист, авантюрист — ανθοπωλείο — πιρνάρι — αλμυρήθρα — άσειστος — φραντζολίτσα — επαρχιακός — πλεονεξία — θήραμα — αλλοπαθητικά — γαιοπρόσοδος — μεταχρωμάτιση — αποσκότεινα — νυμφαία — γαληνός — υπαγωγή — ιδιώνυμος — πικραίνομαι — ανταιτίασις — δοσύλλιον — σελήνιον — εκπετάλωση |
|||