|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουγιόχορτο? — — σκοτεινιάζω — σπερματοζωάριο — τρεχούμενος — γεώμηλον — σάρκα — αναπληρωτικός — πόρδος — ανεπαίνετος — αυτοπροαίρετος — λέμφος — αφυπηρετώ — αυτοφυώς — ανάστατος — αδροκαμωμένος — αγάντζωτος — πρωταρχικά — αποκάτω — κράτιστος — μικρόφυτο — ανομοιοκατάληκτος — αυτοκαλούμενος |
|||