|
чересчур подрезать (деревья, кусты) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чересчур подрезать? — παρακλαδεύω как с (ново)греческого переводится слово παρακλαδεύω? — чересчур подрезать — Φανερωμένη — σκάλτσα — πώς — δένω — περιοδικό — ἀνάστημα — μασουλάω — ασφυξιογόνος — στοματάς — σεισμογράφος — εκθεσιόμετρο — φυρί-φυρί — καταχώνω — μεθεόρτια — δεκαεννεαετία — διαβάλλω — λαντέρνα — εγχειρίζω — αποκάτωθε — εμπρόσθιος — εκκαθάριση |
|||