Новогреческий словарь
παρακλαδεύω
παρακλαδεύω
чересчур подрезать
(деревья, кусты)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чересчур подрезать
? —
παρακλαδεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρακλαδεύω
? — чересчур подрезать
#
(ново)греческий словарь
—
αψομίλητος
—
σκεπαρνιά
—
σκωρίαση
—
σταλαμίδα
—
ατιμάρευτος
—
ογδόντα
—
φωτομετρία
—
αβαντσάρω
—
διαγκωνίζομαι
—
χρωμιοχάλυψ
—
υστερόχρονος
—
σποραδικός
—
ντεκρεσέντο
—
εξαρχαΐζω
—
αυλοθεράπων
—
συγκρίνω
—
κουράζω
—
θορυβώδης
—
λημεριάζω
—
εξέμπλιον
—
ρεφούλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω