|
ο патрульный, дозорный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патрульный? — περιπολών как на (ново)греческом будет слово дозорный? — περιπολών как с (ново)греческого переводится слово περιπολών? — патрульный, дозорный — πρωτεξαδέλφη — κοινόβιο — διαστροφέας — διασφηνούμαι — πλευροκοπικός — πρωτοστατώ — αραχνοειδής — κακοσαρκώνω — ωοπλασία — κράχτης — μπαρούφα — μακαρονάδα — φιλάλληλος — σόντεκνος — επιφυτία — μυκώμαι — ταμπάκικο — σερσέμης — μεγαλήτερος — ερπυστριοφόρο — αντιπροσαγορεύω |
|||