|
ο стерилизатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стерилизатор? — αποστειρωτήρας как с (ново)греческого переводится слово αποστειρωτήρας? — стерилизатор — μαζύ — εύφημος — υποκειμενοποιούμαι — θνήσκω — εχεφροσόνη — βανανέα — τσαχπινιά — αποταμίευμο — ψυχαναγκαστικός — ήμισυ — αμινοβενζόλιο — σεμνότυφος — οργανοθεραπεία — κληρονομάω — δορυφόρος — ασυντέλεστος — αλκαλιούχος — συγγραφή — μισοσκόταδο — αυτοδιοίκηση — σοφολογιωτατισμός |
|||