|
лишённый (должности, права и т. п.) ~ βασιλεύς — свергнутый король; ~ από τού βαθμού του — лишённый чина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишённый? — έκπτωτος как с (ново)греческого переводится слово έκπτωτος? — лишённый — μοναστηράκι — αδιαφώτιστος — αποστοματίζω — βρονταλίδα — δραγάτης — μηχανοποιείο — φιλόσκιος — βιβλιόφιλος — ακροβάτης — αναδουλειά — ξυστρίζομαι — σκιάζομαι — παράλληλος — τσαγκρούνισμα — καλημέρισμα — σέβομαι — ξαντικός — κεραυνοβόλος — ρόφημα — σκλήρωση — ρουφιανεύω |
|||