|
1) модернизироваться; 2) тех. синхронизироваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово модернизироваться? — συγχρονίζομαι как на (ново)греческом будет слово синхронизироваться? — συγχρονίζομαι как с (ново)греческого переводится слово συγχρονίζομαι? — модернизироваться, синхронизироваться — λεβητοποίειο — αλπινικός — συμφώνως — μπιραρία — αμάλλιαστος — έλκυστρον — αράγιστος — πρωϊνή — υδατογράφος — δανειακός — συρματοποιώ — υπερπληθυσμός — λογική — άκμονας — μορφογονία — συνδιαλλάσσω — ρουμπινένιος — χιόνισμα — σκατοφαγία — πρωτοβγαίνω — ελαφρόνοια |
|||