|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενοποιημένος? — — συναγείρω — επαληθευτικός — αδελφοποιία — πτιλωτόν — εκραζίτιδα — κουβέλλι — αποτελούμαι — πρακτική — ψωρικό — απαλός — μοτοσυκλετιστής — μπουγαδάς — αρτηριακός — αφλυκταίνωτος — παριστώ — ανεπιφύλακτος — φαρμακοδόχος — υποδηματοεπνδιορθωτής — λαδόμυλος — εξάλμισις — σκύμνος |
|||