|
η оцинковка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оцинковка? — ψευδαργύρωση как с (ново)греческого переводится слово ψευδαργύρωση? — оцинковка — λαδολέμονο — πικρογέλαστος — μπότα — κολοφώνας — ξεμαρκάριστος — πληκτροφόρο — εκτυφλώνω — βραδυφλογία — λιθανθρακαέριον — μισοκαμμένος — αποσχάζω — αντιβραχίων — ελμινθίαση — ομόνοια — απρόοπτα — ντέ — χαμόβατος — ακρίβηνα — σιγανοπόταμο — φυματιώ — βαθύφωνο |
|||