|
гноеродный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гноеродный? — διαπυητικός как с (ново)греческого переводится слово διαπυητικός? — гноеродный — οψιμαθής — διοικητικός — νομισματικός — νυκτόσημον — χρυσόθριξ — δίπλα — ονυχοφυία — επέταξα — λεμβούργός — κυριολεκτικός — συνευρίσκομαι — αυτοκυβέρνητος — ανώτερος — γομμολάστιχα — σακκούλα — ακέντριστος — κρασοκανάτο — έπιδιδυμίτις — υποδερμικός — αναπαλμός — γρέμπανο |
|||