|
ο стандартизация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стандартизация? — στανταρτισμός как с (ново)греческого переводится слово στανταρτισμός? — стандартизация — λαλούμενα — πυελολιθοτομία — θορυβημένος — παγοποιός — κλωστοϋφαντήριο — αδέρφωμα — οκτάβα — ανταγωνίζομαι — τσικνίδα — λαήνα — δικτυωτό — γυναικοφοβία — τρίβω — αλαφρόπιστος — παραθυμώνω — μοναστήρι — τρελλαίνομαι — πάλι — τσάρεβιτς — χρονομετρία — αποξύω |
|||