|
: φύρδην ~ — вперемешку, беспорядочно, как попало, вверх дном #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μίγδην? — — υποκλυσμός — πολεμεφόδια — συνοδοιπορώ — απομίμηση — πλάτυσμα — τριβείο — θανή — εννιάημερα — ηλέκτριση — μπομπότα — πίπτω — τροφαντός — ανελέητα — προπαγανδίστρια — δαχτυλογραφώ — κοκκύζω — τριπλά — ανακατωσιά — αποτίναγμα — μπουγάτσα — πεντακοσαριά |
|||