|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποϋφαίνω? — — γενολόγι — φρενοβλαβής — λέτσος — ερωτοδουλειά — αλλοεθνία — στρούγκα — αφροδισιολόγος — μόνιασμα — οδοντοϊατρός — μπιζάρω — ανθοκαλλιέργεια — σφριγηλότητα — σεισμολόγος — ζαβός — δόμινο — καταληκτικός — σίκ — βαρέλα — διαφθορείο — στρατουλίζω — γκαγκαλίδα |
|||