|
(αόρ. αναγάλλιασα) радоваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово радоваться? — αναγαλλιάζω как с (ново)греческого переводится слово αναγαλλιάζω? — радоваться — γιδοβοσκή — ελυτρον — εξωδίκως — αυτόπτρια — ευπρεπίζω — πίσσωμα — κακοθήλυκο — τσόκαρο — κλισιάς — ψυχοπαθής — αδιανόητος — άροτρον — δακτύλιος — κολυμβήθρα — πατραλοίας — αφρός — φετβάς — τσομπάνισσα — σκαλιέρα — μισοσκόταδο — σβώ |
|||