|
уст. говорить высокопарно, напыщенно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово говорить высокопарно? — μεγαλορρημονώ как на (ново)греческом будет слово напыщенно? — μεγαλορρημονώ как с (ново)греческого переводится слово μεγαλορρημονώ? — говорить высокопарно, напыщенно — κρησαριστός — συζευγμένος — πελαγινός — ακόπριστος — αντεπικουρώ — μπαρουτοκαπνισμένος — πενθημερία — επαναταξινόμηση — γερανάκι — αρμολογία — μεταλλοξείδιο — προωστήριος — θηρεύτρια — καλοσόδιαστος — χορτοκόπος — ξεθρακίζω — κανελλόχρους — πρωκτίτιδα — απειροπόλεμο — άνυσμα — γλυπτός |
|||