|
физ. неустойчивый; подвижный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неустойчивый? — αστατικός как на (ново)греческом будет слово подвижный? — αστατικός как с (ново)греческого переводится слово αστατικός? — неустойчивый, подвижный — δισύλλαβος — πιτηδειοσύνη — ευψυχία — ανομοιοκαταληξία — κακορίζικος — τοσοσδά — ανέλατος — προπλασμός — αιθερομανής — αφίλιωτος — συσφίγγω — σκουλλί — μανίκι — ισχυρότητα — εκειδά — αναδεξιμιά — δευτεροπαθής — γελοιογραφίκός — εφτακοσαριά — υστερογενής — λιτός |
|||