Новогреческий словарь
αστατικός
αστατικός
физ.
неустойчивый; подвижный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неустойчивый
? —
αστατικός
как на
(ново)греческом
будет слово
подвижный
? —
αστατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αστατικός
? — неустойчивый, подвижный
#
(ново)греческий словарь
—
κοστούμι
—
γαστροκνημία
—
συνοφρύωση
—
επιφάτνιος
—
κακοφωνία
—
αναπέμπω
—
σπλήν
—
αφώνητος
—
σωματότυπος
—
κοτυληδονώδης
—
σαιζόν
—
σινδόνι
—
μάτσο
—
ψευτιά
—
υπόξινος
—
γυναικολόγι
—
αναδρομάρης
—
κρυσταλλικότητα
—
κοπρίτης
—
μπλόκο
—
θημωνιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,