|
геод. тахеометрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тахеометрический? — ταχυμετρικός как с (ново)греческого переводится слово ταχυμετρικός? — тахеометрический — ασβεστόγουρνα — επιτηδειότης — ενδυναμώτρια — εκτονωτικός — ανέχυμα — έκχυσις — ζιγκολέτα — γορίλλας — ωοθήκη — γατσιόμαλλα — αναβαλλόμενος — μπάφιασμα — ξεχειμωνιάζω — αναμεσαριά — αμίαντο — εξωμερίτης — άφθαστος — ξηραίνομαι — άργανα — σκωληκίαση — διακριτικός |
|||