|
η новелла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новелла? — νουβέλλα как с (ново)греческого переводится слово νουβέλλα? — новелла — ψαροδόλι — ορυχείο — μή — αμέλγω — βαγονέττο — ηπαταλγία — πεύκι — τυρόγαλα — καριολόπουστας — προδιαγραφή — αναχασκίζω — γεννοφάσκια — βρωμιά — κλουβί — ανάβλημα — εμποδιστής — μή με λησμονεί — δεκαεπταέτης — παραπόρτι — ενταφιάζω — μεταξοβιομήχανος |
|||