|
η утончение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утончение? — απολέπτυνση как с (ново)греческого переводится слово απολέπτυνση? — утончение — ασπρογάλανος — αμοιβαδοκτόνο — αιμομιγής — αναστάσιμος — αρτυμένος — ανάρριμμα — βλήχημα — ταβερνόβιος — χαρτοπαιξία — λίβας — αμαξοπηγός — χριστιανοσύνη — καλάμι — βλαπτικός — ιππεύτρια — φουμάρω — μεταρρυθμίζω — ολέτης — καμάκωμα — αποπυρηνικοποιώ — επωασηκός |
|||