|
παθ. αόρ. от επαναθέτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επανετέθην? — — θελξικάρδιος — κονιορτοποιώ — ξυλόσπιτο — γαμημένος — μισοπλαγιάζω — ζερδελιά — βρωμιούχος — μικρόδους — ουρηθρίτιδα — παρυδάτιος — λιθοξόος — κατακλυσμικός — δύση — κλανιάρης — λύρα — ματρώνα — ξηροβατικά — τουλούμπα — αρχαϊκός — αρκουδιάρικος — ακανόνιστον |
|||