|
οι прям., перен. шоры; πέφτουν οι ~ — снимать шоры с глаз, открывать глаза на что-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шоры? — παρωπίδες как с (ново)греческого переводится слово παρωπίδες? — шоры — καπνοπαραγωγή — σύντας — συνουσία — μαλαιασμένος — σαλέπι — περίφημος — σταυραετός — μπεκροκανάτα — μενετός — ψευδοευλαβής — κόκκυξ — κλίμαξ — αντασφάλιση — φυτοκομείο — σχοινοκλίμαξ — ένατος — εκποιημένος — τυπικότητα — δραματουργία — επιζητώ — συναρπαγή |
|||