|
добровольный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добровольный? — εκούσιος как с (ново)греческого переводится слово εκούσιος? — добровольный — κλέφταρος — ποντικοουρά — αθερμικός — σταχτόπανο — εκκοκκιστικός — φεγγαρόφωτο — άκεφος — ξεμπλέκω — πεντάωρο — κατώγειο — αλλοπαθής — μεσοχείμωνα — ενωτικό — χάλυψ — φορτωμένος — βυζαρού — υλομορφισμός — Κυπρία — δοκιμαστέος — προπαρασκευή — εορτάστρια |
|||