|
давить виноград #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давить виноград? — ληνοπατώ как с (ново)греческого переводится слово ληνοπατώ? — давить виноград — συναθροίζω — επταόροφος — άπολις — υπερασπίζομαι — γυψουργείο — έμπληκτος — καταπατά — θρεπτικότητα — γαλαχτίζω — ένδειξη — μαύρο — σανσκριτικός — αβάσιμος — όγκωμα — βαμβακομάλλινος — ταξιθέτησις — ταμπάκικο — έμβρυος — νταής — αγελαδίτσα — διαλογικός |
|||