Новогреческий словарь
μόσχευμα
μόσχευμα
το
черенок, отводок
(для посадки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
черенок
? —
μόσχευμα
как на
(ново)греческом
будет слово
отводок
? —
μόσχευμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μόσχευμα
? — черенок, отводок
#
(ново)греческий словарь
—
λοιμική
—
γλυφούτσικος
—
μοχλός
—
κατατάζω
—
φώτιση
—
έμετος
—
ερευνητνκότητα
—
παράκρουση
—
ανάταση
—
ακηλίδωτος
—
πενηντάρης
—
πέραμα
—
τριχόρροια
—
κρυπτογενεσικός
—
γελαστικά
—
σαρκαστικός
—
διαβουλεύομαι
—
διερευνώ
—
κεφαλαιοκρατικός
—
κατασχετήριον
—
αποτελεσματικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,