|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιγγούνικος? — — πυρομανής — εξασθένωσις — ποιημάτιον — ταχυνός — τοκογλυφία — ιδανικότητα — αντηρίδα — κλωστικός — ραβδιά — χαλικοπαγές — γονιμοποίηση — περιτονίτης — ωκυποδία — φυλογένεση — κροντήρι — τσανάκι — αρχαίος — ράβδισμα — διαπαρθενεύω — ανεξέλεγκτος — ζευγαρωτός |
|||