|
η осадок, отстой (оливкового масла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осадок? — αμούργη как на (ново)греческом будет слово отстой? — αμούργη как с (ново)греческого переводится слово αμούργη? — осадок, отстой — πταισματοδικείο — υπόγειος — πιτσιρίκος — ταξίδι — σπόρος — μανθόσουπα — χατζής — αφλοιός — μαρκαρισμένος — περπατώ — ενσταυλισμός — διδακτική — δοξοπηγή — νεκρανάσταση — προαναφέρομαι — τσιμπιά — γκρενά — αγωγός — οραματίζομαι — φορτικός — λαγκάδα |
|||