Новогреческий словарь




αδιάντροπος

αδιάντροπ|ος
бесстыдный, бессовестный, наглый


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово бесстыдный? — αδιάντροπος
как на (ново)греческом будет слово бессовестный? — αδιάντροπος
как на (ново)греческом будет слово наглый? — αδιάντροπος
как с (ново)греческого переводится слово αδιάντροπος? — бесстыдный, бессовестный, наглый


#(ново)греческий словарьφακιδιάραβρωμίζωαποτιμώκατασχετήριοναντιστράτηγοςκεφαλοχώριμεταξοβιομήχανοςστρογγυλοπρόσωποςδιαφύλαξηεξίσωσηβρέθράκαξεμοντάρισμασπιτονοικοκυράξαναζήσιμομεταμοσχεύωγυναικοθέμιαναδασωτέοςεργοστασιάρχηςλέωνμονοχρωμία


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω