|
η мед. белокровие, лейкемия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белокровие? — λευκοκυτταραιμία как на (ново)греческом будет слово лейкемия? — λευκοκυτταραιμία как с (ново)греческого переводится слово λευκοκυτταραιμία? — белокровие, лейкемия — λεμονέα — πλάνια — ερωτολογώ — βιοπορίζομαι — πεδικλώνω — αράχαλος — ανάκανθος — ενηλικότητα — ευωδιά — καβαλλικεύομαι — μπαγαπόντισσα — πεντόζη — συγχωρητέος — σιδεροπρίονο — απογύμνωση — ομογνώμων — απάλυνση — συγχωρνω — χωλότητα — εθυλέννον — σιγαλοπαπαδιά |
|||