|
(αόρ. (ε)κλούβιασα и (ε)κλούβιανα ) портиться, протухать (о яйцах); === κλούβιασε τό μυαλό μου — [phrase]я одурел, с ума спятил[/phrase]; μου κλούβιασε τό μυαλό με τή λίμα του — [phrase]он свёл меня с ума своей болтовнёй[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово портиться? — κλουβιάζω как на (ново)греческом будет слово протухать? — κλουβιάζω как с (ново)греческого переводится слово κλουβιάζω? — портиться, протухать — λαψάνα — αμαξοποιία — παλίουρος — βρωμισιά — γιδοβυζάστρα — σουπάρω — σκυθρωπότητα — παινεύω — χαβούζα — υποτρίζω — αμετάδοτος — αντιπρόπερσι — αγροφύλαξ — ειρωνικά — λετσαρία — δακτυλίτιδα — ανακοχλιώνω — πείσιος — προσυνεννόηση — τιτλοφόρηση — στραμπουλιξά |
|||