|
ο, η литограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литограф? — λιθογράφος как с (ново)греческого переводится слово λιθογράφος? — литограф — διεθνοποιώ — νάζι — αυτοφωτογράφηση — πλαγνοφυλακή — ευνόητος — αλατογόνος — όζω — Δώρα — σαμποτάρω — επιβάλλον — στερεοχρωμία — αμαξοστοιχία — ψηφοθέτιδα — τροχοφόρο — μαγευτικός — ακόμη — φρακτήρας — τιμή — μηλοπόλεμος — μυδραλλιοβόλο — πολυβολισμός |
|||