|
η церк. причастие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причастие? — μεταλαβιά как с (ново)греческого переводится слово μεταλαβιά? — причастие — εμπορούπάλληλος — απομένω — επιψεκασμός — διάσμα — αθώωση — βούνευρον — μήπως — ασπόνδυλος — σκαρί — προκρίνω — ξεβάσκαμα — αλήθευσις — κωνοειδής — μικρούλικος — απομακρύνομαι — ξερόχορτο — αλάσπωτος — σανίδα — φλακάτορας — παραμαγνητικός — ακαδημαϊκότητα |
|||