|
створаживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово створаживать? — τυροποιω как с (ново)греческого переводится слово τυροποιω? — створаживать — τσιγαριλίκι — ραχατιλίκι — ατνώς — αναπιασμένος — ματοκυλισμένος — νεροκράτης — σαλεπιτζής — παλιοσειρά — ανακάτευτος — ίδρωμα — αυλίζομαι — αδελφογαμία — οι — στρίγγλα — ευλογιασμένος — συχνότητα — δαφνιακός — άσκιστος — ακρατής — φιλοδασικός — πιθανώς |
|||