Новогреческий словарь
μπερεκετλίδικος
μπερεκετλίδικ|ος
изобильный, обильный
;
~η σοδειά — богатый урожай
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изобильный
? —
μπερεκετλίδικος
как на
(ново)греческом
будет слово
обильный
? —
μπερεκετλίδικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπερεκετλίδικος
? — изобильный, обильный
#
(ново)греческий словарь
—
διαπραγματευτής
—
βίσεχτος
—
αντιδεξιούμαι
—
παρόμοια
—
γελασιάρης
—
αδίωκτος
—
επισιτίζω
—
δανεικός
—
δεντροστοιχία
—
ταχυμάθεια
—
συμπύκνωση
—
ιμπρεσάριος
—
μπριλλάντι
—
οκτασύλλαβος
—
γαιανθρακορύκτης
—
παραλλάσσω
—
ξεπρήσκομαι
—
προτροπάδην
—
αλφαδιαστός
—
άρριφτος
—
ανεπιβούλευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,