|
изобильный, обильный; ~η σοδειά — богатый урожай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изобильный? — μπερεκετλίδικος как на (ново)греческом будет слово обильный? — μπερεκετλίδικος как с (ново)греческого переводится слово μπερεκετλίδικος? — изобильный, обильный — μύστης — πνευμονορραγία — επαναστρέψιμος — κεραμιδόγατος — καταβαλλόμενος — ανανεώνομαι — μόδι — γνωριστής — ισόμορφος — ανιχνευτικό — παράτονος — μανωτός — συγκαταριθμώ — εμείς — ζωοκλέπτης — παραστατική — ψαρομανάβης — κριτήριο — γρυμέα — εντορμία — σύγκαυμα |
|||