Новогреческий словарь
αρχιμαγείρισσα
αρχιμαγείρισσα
η
старший повар, шеф-повар
(женщина)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старший повар
? —
αρχιμαγείρισσα
как на
(ново)греческом
будет слово
шеф-повар
? —
αρχιμαγείρισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρχιμαγείρισσα
? — старший повар, шеф-повар
#
(ново)греческий словарь
—
ανδριαντοποιός
—
χώλ
—
ανορθογραφώ
—
νομομαθής
—
αιθερολόγος
—
ξεσπαθώνω
—
σταδιοδρομία
—
σπιθούρι
—
εξάχρονος
—
ξηραίνω
—
βιβλιεμπόριο
—
φανταιζί
—
αποφατικός
—
μεσημερίαζω
—
αυτολοίμωξη
—
εξαμερικανισμός
—
λαντουρίζω
—
εξαργύρωση
—
νοητικός
—
περιτομή
—
κύβος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,