|
το архит. капитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капитель? — κιονόκρανο как с (ново)греческого переводится слово κιονόκρανο? — капитель — δριμύγευστος — ατερμάτιστος — ασελιδοποίητος — κατέρχομαι — διάξηρος — ακατονόμαστος — επτάγωνος — εκσπερματώ — εντερικός — πίπτω — ατσίκνωτος — χιονοστρόβιλος — φόρτσα — ανάγλυφος — ξηρασία — διαβολή — κοιμάμαι — ασπούδα — πράος — πνευστιώ — δευτεροπαντρεύομαι |
|||