|
αιτιατ. от εγώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμέ? — — αποκεί — ασημικά — υποκινήτρια — αλοπλαγκτόν — ακατανάλωτος — σχολαρχείο — αγελαδίτσα — πρόστριψη — εστεροποίηση — αναιμία — επικερδής — ρουμανικός — αποφαλάκρωση — εκτρωτικός — λιτανεία — ανθοταξία — κολχόζ — σκάρτεμα — συμπυκνώνω — συνταξιούχος — δυσπραγία |
|||