|
цинковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цинковый? — ψευδαργυρικός как с (ново)греческого переводится слово ψευδαργυρικός? — цинковый — τεντωμένος — εγκαρσιώνω — συχλιάζω — αστοργία — δαφνοκέρασος — βουτσέλι — λυντσάρω — φιλοδοξώ — ξάρμισμα — ατμοσειρήνα — ανομιμοποίητος — τραγικοποιώ — πυκνωτής — αφουγκριέμαι — ομαδικός — διαγώγιον — βελονοθήκη — διχοτομία — σερενάτα — στιχοπλόκος — οικοπεδικός |
|||