|
το гематоскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гематоскоп? — αιματοσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово αιματοσκόπιο? — гематоскоп — στοιχειοθετικός — λεξικό — χιλιμιντρώ — πορθμεύς — σηκωμός — θαλασσοπνίξιμο — πηλοφόρος — βάρον — κολυμβητικός — μουστακοδέτης — ναρκώνω — αληθοφάνεια — παλληκαρίσιος — αδιάλυτος — μουσικός — πενιχρός — ξεχώνιασμα — θαλάσσιος — αλκαλιμέταλλο — ενετήρας — ανδριαντοποιός |
|||