|
ο фурункул; чирей (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фурункул? — βούζούνας как на (ново)греческом будет слово чирей? — βούζούνας как с (ново)греческого переводится слово βούζούνας? — фурункул, чирей — χειροβολίδα — χρονολογώ — ηλεκτροβιογένεση — καταβάλλομαι — απτερύγωτος — αχάλαγος — ανηφορικός — διακριβωτήρας — επηρεαστικός — φιλοτομαριστής — ορμητήριο — κακο- — μοσκομπίζελο — χρυσοκέντημα — προημιτελικός — συζευγμένος — πολυποίκιλος — ήλεκτρο — ιαμβικός — ανομογενής — λεμονοδάσος |
|||