|
η волчица (тж. о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волчица? — λύξα как с (ново)греческого переводится слово λύξα? — волчица — μητρωνυμικός — ενταφίαση — ξεβιδώνομαι — μπάσο — ξεστουπωτήρι — αερικό — κλειδωτός — ονειρεύτρια — αστάχι — χαλκωματάς — συνάγκεια — μενουέτο — διευρύνομαι — φανταχτερός — βακτηριοκτόνος — σοβιέτ — δορκάς — φυσιοκρατία — έγκατα — χειρομάντις — τραπεζίτης |
|||