|
ο 1) писание на скорую руку; 2) написанное на скорую руку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово писание на скорую руку? — δημοσιογραφισμός как на (ново)греческом будет слово написанное на скорую руку? — δημοσιογραφισμός как с (ново)греческого переводится слово δημοσιογραφισμός? — писание на скорую руку, написанное на скорую руку — αιθερόλαμνος — ανίσως — κράξιμο — κολπικός — περίοπτος — δέλλος — μπαγλάρωμα — κορνιζοπωλείο — κατεστημένο — ολόημερος — λεγόμενος — αρχικηπουρός — φωναχτός — αργυρούς — μπατανόβουρτσα — ψευτοφιλία — μαγκίτης — πολυκλινική — ανωμαλία — γιαπί — γλυκοτραγουδιέμαι |
|||