|
ο задвижка, засов; щеколда; μανταλώνω μέ τό ~η — запирать на засов; ~ τής κλειδαριάς — защёлка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово задвижка? — σύρτης как на (ново)греческом будет слово засов? — σύρτης как на (ново)греческом будет слово щеколда? — σύρτης как с (ново)греческого переводится слово σύρτης? — задвижка, засов, щеколда — πρυμνήσιος — διπλασίασμα — καμινεύω — ατρυπάνιστος — προσμαρτυρία — μετριοφροσύνη — σειρούλα — βοδινός — περιετμήθην — ταυτόσημος — νεγρικός — εψάνη — παραδαρμός — αμελάνωτος — εθλάσθην — αστειότητα — αποσκοπώ — χαζοχαρούμενος — εμπεποτισμένος — μοιραία — ανέλκω |
|||