|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πνευματολογία? — — εμορφάδα — περαιώνω — ποικιλόπτερος — αρσενικίαση — λογού — ορεκτικό — γριλιάζω — οξυδέρκεια — ξυλαρμογή — στοιχειακός — οχυρωτική — λειχήνα — αιώνιος — αλανάριστος — αναστάτωση — επτάχρωμος — κοινοτοπικός — μίμος — ζωνάρα — δερμοπάβεια — ήτις |
|||