|
1) наглядный; ~ή διδασκαλία — наглядное обучение; βοηθήματα ~ής (или ~ά μέσα) διδασκαλίας — наглядные пособия; 2) инспекторский, инспекционный; ~ συμβούλιο — инспекторский совет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наглядный? — εποπτικός как на (ново)греческом будет слово инспекторский? — εποπτικός как на (ново)греческом будет слово инспекционный? — εποπτικός как с (ново)греческого переводится слово εποπτικός? — наглядный, инспекторский, инспекционный — περγαμηνή — παρομοίως — λουφάζω — εμφρακτήρ — ψαλιδισμός — εξωτισμός — ξεχορτάριασμα — άπνους — αεριοφυλάκιο — ανασκοπή — περιδέραιο — δικαιοσύνη — σακχαροκάλαμον — σιτηρέσιο — καμπινέ — μυϊκός — βιοποριστικά — απολυμαντής — χασομέρι — γυαλιστήρι — παριστάω |
|||