|
баклажанчик #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μελιτζανάκι? — — σπλαχνικός — καθυστερώ — μικρά — χρυσοκεντώ — εκσκάπτω — χιλιομετρώ — παγγνώστης — βουνός — φυσιογνωστικός — αρέγγα — λάμψη — δεκοεννεαετής — γάγγλιο — βούθουνας — ιστιοραφίδα — βουναλάκι — ευδιάγνωστος — καταπιέζω — λόβιον — αποθωρακίζω — μαϊμουδίστικος |
|||