|
шизофренический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шизофренический? — σχιζοφρενικός как с (ново)греческого переводится слово σχιζοφρενικός? — шизофренический — ευκολόπιστος — εγκαθίσταμαι — καταρτίζω — πορνογραφικά — ωόλιθος — κατηγορηματικότητα — παραμαζώνω — συγγενόδι — τρυφηλότητα — φασαμαίν — εξπρεσσιονιστής — λινοσέντονο — ενδιαφέρομαι — ασυκοφάντητος — αορτέας — ευδοκιμώ — περόνη — ακούρδιστος — πυλαίος — γιδότοπος — παρασκευάζω |
|||