|
η мед. бальнеология; курортология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бальнеология? — λουτρολογία как на (ново)греческом будет слово курортология? — λουτρολογία как с (ново)греческого переводится слово λουτρολογία? — бальнеология, курортология — αδείπνητος — ναύς — μισοκαλόκαιρο — απέξω — μάσε — μαστίγιο — ανανδρία — ιδεοκρατικός — συμφορά — συνέντευξη — γεροπαραλυμένος — ούλτρα — διακολύμβηση — τρυπητήρας — πρωτεργάτης — ολίγος — ρεαλιστικός — συμπολίτευση — μπλόφα — δακτυλιώτης — απογεματινός |
|||