Новогреческий словарь
λουτρολογία
λουτρολογία
η мед.
бальнеология; курортология
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бальнеология
? —
λουτρολογία
как на
(ново)греческом
будет слово
курортология
? —
λουτρολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
λουτρολογία
? — бальнеология, курортология
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιογωνιόμετρο
—
δουλίτσα
—
απολύμανση
—
αναφιλητό
—
ασκανδάλιστον
—
θράσος
—
οινοπαραγωγός
—
κατσουφιάζω
—
ανισόμετρος
—
ομβριος
—
διαχέομαι
—
παντρολογώ
—
χοχλακίζω
—
ψαρόμυαλος
—
παρορμητικός
—
ασφαλτωμένος
—
περίσκεψη
—
διασκεπτήριο
—
ελκυστήρας
—
ενδοαγγειακός
—
πλαισίωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве