Новогреческий словарь
βουβαμός
βουβαμός
ο 1)
немота; молчание
;
2) :
~! — [phrase]замолчи!, молчать!, тише![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
немота
? —
βουβαμός
как на
(ново)греческом
будет слово
молчание
? —
βουβαμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουβαμός
? — немота, молчание
#
(ново)греческий словарь
—
δρομάκος
—
αρτισύστατος
—
γλυκομεσημέρι
—
μπαγκανότα
—
διεθνιστική
—
ομότυπος
—
περίπλοκος
—
απρόοπτος
—
κατέρυθρος
—
αποστρατιωτικοποιούμαι
—
πάπια
—
αποστενεύω
—
χρησιμοκρατία
—
ανενημέρωτος
—
ξακοσαριά
—
βομβαρδίζω
—
ενειμα
—
άριστον
—
παραχρήμα
—
αεριομηχανή
—
αυτοσυντηρούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве