|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοκάλιασμα? — — αιτιώμαι — υδροπερατότητα — λόφος — συντροφικά — μανιβέλλα — βούπα — ετερογενής — άβλαβος — λάξ — τριγυρινός — διαψεύδω — ειρκτή — επίστρατος — ηλιθιώδης — διακοσιετηρίδα — μουνοθύελλα — καταπιεστής — υποψιάζω — κακοκρίνω — σκλήθρα — υπόρρινος |
|||